- κακομυρίζω
- μυρίζω άσχημα, έχω άσχημη μυρωδιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακομυρισιά — η [κακομυρίζω] κακή οσμή, άσχημη μυρωδιά … Dictionary of Greek
κακομύριστος — η, ο [κακομυρίζω] αυτός που μυρίζει άσχημα, αυτός που έχει κακή μυρωδιά … Dictionary of Greek